περιρραντίζω
Смотреть что такое "περιρραντίζω" в других словарях:
περιρραντίζω — ΝΑ περιρραίνω, ραντίζω γύρω γύρω … Dictionary of Greek
περιρραντίσαι — περιρραντίζω aor inf act περιρραντίσαῑ , περιρραντίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιρραντιζομένη — περιρραντίζω pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιρραντίζεσθαι — περιρραντίζω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιρραντίζεται — περιρραντίζω pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιρραίνω — ΝΑ ραίνω, ραντίζω κάτι γύρω γύρω, τό περιρραντίζω, τό κάνω υγρό σε όλη την επιφάνειά του («βωμοὺς περιρραίνοντες», Αριστοφ.) αρχ. 1. μέσ. περιρραίνομαι μτφ. εξαγνίζομαι 2. υγραίνω, νοτίζω κάτι 3. χύνω νερό ή άλλο υγρό γύρω γύρω, παντού 4. παθ.… … Dictionary of Greek
περιρραντισμός — ὁ, Α [περιρραντίζω] εξαγνισμός με ραντισμό αγιάσματος … Dictionary of Greek
προκαταβρέχω — Α καταβρέχω, περιρραντίζω κάτι εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
προκαταιονώ — άω, ΜΑ προκαταβρέχω, περιρραντίζω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταιονῶ «καταβρέχω»] … Dictionary of Greek
ՍՐՍԿԵՄ — (եցի.) NBH 2 0763 Chronological Sequence: 10c, 12c, 13c ն. ῤαντίζω aspergo περιρραντίζω, περιρραίνω circumspergo. (ռմկ. սըրսընքել, ցրցնքել. ի ցրելոյ, ցրուելոյ.) Ցանել (զջուր կամ զարիւն). ցօղել. կր. Ցայտել. ... *Սրսկէ զջուրս սրսկման: Ջուրն սրսկման … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՑԱՆԵՄ — (եցի.) NBH 2 0907 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 13c ն. σπείρω, διασπείρω semino, sero, dissemino եւ spargo, dispergo πάσσω, ττω , καταπάσσω, προσπάσσω conspergo, aspergo ῤαντίζω, ἑπιρραίνω, περιρραίνω ,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)